πρόσμιξις

πρόσμιξις
πρόσμιξις
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσμίξει — πρόσμιξις fem nom/voc/acc dual (attic epic) προσμίξεϊ , πρόσμιξις fem dat sg (epic) πρόσμιξις fem dat sg (attic ionic) προσμί̱ξει , προσμείγνυμι make to reach aor subj act 3rd sg (epic) προσμί̱ξει , προσμείγνυμι make to reach fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσμίξεις — πρόσμιξις fem nom/voc pl (attic epic) πρόσμιξις fem nom/acc pl (attic) προσμί̱ξεις , προσμείγνυμι make to reach aor subj act 2nd sg (epic) προσμί̱ξεις , προσμείγνυμι make to reach fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσμίξηι — πρόσμιξις fem dat sg (epic) προσμί̱ξῃ , προσμείγνυμι make to reach aor subj mid 2nd sg προσμί̱ξῃ , προσμείγνυμι make to reach aor subj act 3rd sg προσμί̱ξῃ , προσμείγνυμι make to reach fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσμιξη — και πρόσμειξη, η / πρόσμιξις και πρόσμειξις (ε)ίξεως, ΝΜΑ [προσμ(ε)ίγνυμι] ανάμιξη νεοελλ. 1. χημ. α) η ανάμιξη μιας ουσίας μέσα σε μια άλλη β) ουσία που είναι ξένη προς την κύρια χημική σύσταση ενός μη καθαρού, χημικώς, σώματος, ουσία η οποία,… …   Dictionary of Greek

  • προσμίξεως — προσμίξεω̆ς , πρόσμιξις fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσμίξῃ — προσμίξηι , πρόσμιξις fem dat sg (epic) προσμί̱ξῃ , προσμείγνυμι make to reach aor subj mid 2nd sg προσμί̱ξῃ , προσμείγνυμι make to reach aor subj act 3rd sg προσμί̱ξῃ , προσμείγνυμι make to reach fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”